- λαντό
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), είδος άμαξας που την έσερναν δύο άλογα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαντό — το βλ. λαντώ … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
λαντώ — και λαντό, το κλειστή άμαξα παλιάς εποχής, για τέσσερα άτομα, την οποία έσερναν δύο άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. landau από την ονομ. τής γερμ. πόλης Landau] … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
φίλαντο — φί̱λαντο , φιλέω love aor ind mid 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξετίλαντο — ἐξετί̱λαντο , ἐκτίλλω pluck out aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίλαντο — ἐφί̱λαντο , φιλέω love aor ind mid 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)